κοιλοτης

κοιλοτης
    κοιλότης
    -ητος ἥ
    1) пустое пространство, полость (sc. τοῦ στομάχου, τῆς γῆς Arst.; πέτρα ἔχουσα κοιλότητα Plut.)
    2) вогнутость
    

(ἥ κ. ἄνευ ὕλης αἰσθητῆς, sc. ἐστιν Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κοιλοτης" в других словарях:

  • κοιλότης — hollowness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλοτήτων — κοιλότης hollowness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλότησι — κοιλότης hollowness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλότησιν — κοιλότης hollowness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλότητα — κοιλότης hollowness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλότητας — κοιλότης hollowness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλότητες — κοιλότης hollowness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλότητι — κοιλότης hollowness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλότητος — κοιλότης hollowness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλότητ' — κοιλότητα , κοιλότης hollowness fem acc sg κοιλότητι , κοιλότης hollowness fem dat sg κοιλότητε , κοιλότης hollowness fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαχώρησις — διαχώρησις, η (AM) κένωση, αποπάτηση μσν. χωρητικότητα («ἡ κοιλότης καὶ διαχώρησις τοῡδέ τινος σκεύους», Θωμάς ο Μάγιστρος) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»